Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου

Πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης

Πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης

Έφυγε από τη ζωή στις 8:35 την Πέμπτη (2/9) ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης ο μεγάλος Μίκης Θεοδωράκης.

 

Περνώντας πια στη σφαίρα της αθανασίας μέσα από το σημαντικό του έργο, τις ιδέες και τη στάση ζωής, που θα τον κρατούν πάντα ζωντανό στην καρδιά και τη μνήμη μας, ο κορυφαίος μας συνθέτης  έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών.

 

Πάντρεψε το λαϊκό τραγούδι με την ποίηση, έκανε την ελληνική μουσική μόδα στο εξωτερικό και με τους αγώνες του αποτέλεσε το πρότυπο του ενεργού πολιτικοποιημένου καλλιτέχνη…, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα σημαντικό μουσικό έργο, που αντανακλά τις αγωνίες, τις χαρές και της απογοητεύσεις του ελληνισμού.

 

Τριήμερο εθνικό πένθος

 

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μήνυμά του, αναφερόμενος στην απώλεια του τεράστιου μουσικοσυνθέτη σε ηλικία 96 ετών, υποστήριξε πως «η φωνή του σίγησε και μαζί του σίγησε και ολόκληρος ο Ελληνισμός». «Η Ρωμιοσύνη σήμερα κλαίει. Και γι’ αυτό και με απόφαση της κυβέρνησης κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.

 

Λαϊκό προσκύνημα

 

Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, η σορός του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, θα εκτεθεί σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, από την ερχόμενη Τρίτη έως και την Πέμπτη.

 

Αναλυτικότερα, την Τρίτη 07/09, την Τετάρτη 8/09 από τις 10:00 π.μ. έως 19:00 μ.μ. και την Πέμπτη από τις 10:00 π.μ. έως 14:00 μ.μ.. Στις 15:00 μ.μ. θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών.

 

Η τελευταία επιθυμία του – Πού είχε ζητήσει να γίνει η κηδεία του

 

Η τελευταία επιθυμία του Μίκη Θεοδωράκη, την οποία είχε μεταφέρει στον Δημήτρη Κουτσούμπα, τη γραμματέα του Ρένα Παρμενίδου και τον Πρόεδρο του «Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη», Γιώργο Αγοραστάκη, ήταν η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή να πραγματοποιηθούν στην πατρίδα του, τον Γαλατά Χανίων.

 

Η συγκλονιστική επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη στον Δημήτρη Κουτσούμπα

 

Όπως αναφέρει η ανακοίνωση του ΚΚΕ, προαισθανόμενος το τέλος της ζωής του, είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Δημήτρη Κουτσούμπα, δίνοντάς του το στίγμα των τελευταίων του επιθυμιών.

 

Στην προσωπική του επιστολή στις 5 Οκτωβρίου 2020, προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα, έγραφε: «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής».

 

Τα πρώτα χρόνια

 

Κρητικός στην καταγωγή, ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο, στις 29 Ιουλίου του 1925. Ο πατέρας του, Γιώργος Θεοδωράκης, δικηγόρος και ανώτερος κρατικός υπάλληλος, υπέστη πολλές μεταθέσεις και διώξεις, επειδή ήταν βενιζελικός. Έτσι, ο Μίκης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας, γεγονός που τον βοήθησε να εξοικειωθεί με τα παραδοσιακά ακούσματα και τη μουσική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας του, έμεινε στην Τρίπολη. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν και αποφάσισε να γίνει συνθέτης, εκεί ανακάλυψε την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και, σε ηλικία 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία, παρουσιάζοντας το έργο του, «Κασσιανή».

 

Με το όραμα μιας ελεύθερης δημοκρατικής Ελλάδας

 

Πήρε μέρος  στην Αντίσταση εναντίον των γερμανών και ιταλών κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης  Μαρτίου, συμμετείχε δυναμικά και, μάλιστα, είχε καταθέσει στεφάνι στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Συνελήφθη και βασανίστηκε από τις ιταλικές αρχές, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στην Αθήνα. Παρά την επιθυμία του πατέρα του να ακολουθήσει τη νομική επιστήμη, τον κέρδισε η μουσική. Στο σύντομο πέρασμά του από τη Νομική Σχολή, γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, τη φοιτήτρια ιατρικής Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία μοιράστηκε τη ζωή του. Σύνθεση σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών.

 

Είχε ήδη οργανωθεί στο ΕΑΜ και συμμετείχε στα ταραγμένα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση και αντέδρασε στη μετακατοχική επέμβαση των Άγγλων στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στα Δεκεμβριανά, τραυματίστηκε τόσο βαριά, που είχε θεωρηθεί νεκρός. Την περίοδο του Εμφυλίου, κρυβόταν σε διάφορα προάστια των Αθηνών. Εξορίστηκε πρώτα στην Ικαρία και μετά στη Μακρόνησο. Τότε ρίζωσε μέσα του το όραμα μιας ελεύθερης δημοκρατικής Ελλάδας, χωρίς διαιρέσεις. Η εξορία δεν τον εμπόδισε να γράφει μουσική. Μετά από μια επώδυνη στρατιωτική θητεία, έφυγε με τη γυναίκα του, με υποτροφία, στο Παρίσι (1954 -1959).  Στο Conservatoire, μελέτησε μουσική ανάλυση και, σταδιακά, άρχισε να αναγνωρίζεται διεθνώς το ταλέντο του στη συμφωνική μουσική.

 

Η επιστροφή στην πατρίδα

 

Η αναγνώριση δεν ήταν αρκετή, για να τον κρατήσει άλλο στη Γαλλία. Όταν ο  Γιάννης Ρίτσος τού έστειλε τη θρυλική συλλογή ποιημάτων του, «Επιτάφιος», ο Θεοδωράκης, συνέθεσε το γνωστό αριστούργημά του και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η Ελλάδα του 1960, με νωπές ακόμα τις πληγές του Εμφυλίου, παρέμενε βαθύτητα διχασμένη. Οι προσπάθειές του να επιτευχθεί μια συμφιλίωση, προκαλούσαν  αμηχανία στους συντρόφους του, αλλά και στους ιδεολογικούς αντιπάλους του.

 

Με το έργο του, δημιούργησε  ένα νέο μουσικό ρεύμα, ίδρυσε τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και πραγματοποίησε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, συνέχισε τους αγώνες του για τις δημοκρατικές ελευθερίες. Μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ηγήθηκε της «Νεολαίας Λαμπράκη» και εκλέχτηκε βουλευτής της ΕΔΑ. Ως μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου, ταξίδεψε στην Κύπρο, για να συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Το 1964, το όνειρό του για συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις του εμφυλίου, αποτυπώνεται στο κλασικό έργο του, «Το τραγούδι του νεκρού Αδελφού». Όμως, δέχτηκε  πυρά από όλο το πολιτικό φάσμα.

Θρήνησε μουσικά τον δολοφονημένο Σωτήρη Πέτρουλα και παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη Λαμπράκη. Οι επεμβάσεις του Παλατιού, που προσπαθούσε να μεθοδεύσει τη διάλυση της «Νεολαίας Λαμπράκη» προκάλεσαν την αντίδρασή του.

 

Ηγέτης στην πρώτη αντιδικτατορική οργάνωση

 

Το 1966, προέβλεψε την επικείμενη δικτατορία. Η Χούντα του 1967 τον έστειλε ξανά  στην παρανομία, καθώς ανέλαβε  ηγετικό ρόλο στην πρώτη αντιδικτατορική οργάνωση. Το έργο του απαγορεύτηκε από το καθεστώς, αλλά αγκαλιάστηκε κρυφά από τη νεολαία. Τον Αύγουστο του 1967, συνελήφθη  και μετά από βασανιστήρια, απομόνωση και απεργίες πείνας, μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ. Στη συνέχεια καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του, στην απομονωμένη Ζάτουνα. Η επιστροφή του στη Φυλακή του Ωρωπού επιδείνωσε την κλονισμένη του υγεία και ξεσηκώθηκε διεθνής κατακραυγή. Η Ακαδημία Τεχνών στο Βερολίνο, έστειλε επιστολές διαμαρτυρίας, ενώ προσωπικότητες όπως οι Ιγκόρ Στραβίνσκι,  Άρθουρ Μίλερ, Άρθουρ Σλέσιντζερ, Υβ Μοντάν κ.ά., οργάνωσαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης,  απελευθερώνεται και αυτοεξορίζεται στο Παρίσι.

 

Υποστηρικτής όλων των καταπιεσμένων λαών

 

Στο εξωτερικό, προσπαθεί να διατηρήσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, υπονομεύοντας την προπαγάνδα της Χούντας. Συναντιέται με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες και συνδυάζει την πολιτική δράση με τις περιοδείες του σε ευρωπαϊκές χώρες. Οι λαϊκές συναυλίες του έγιναν σύμβολα ελευθερίας και αφορμή για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους και άλλοι καταπιεσμένοι λαοί. Μάλιστα, ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, ως άτυπος πρεσβευτής. Το 1972, λειτούργησε ως δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον ισραηλινό αντιπρόεδρο Αλόν και τον Αραφάτ.  Η τριλογία του «Μαουτχάουζεν»,  βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Ισραήλ και ανταποκρίθηκε στο αίτημα των Παλαιστινίων να συνθέσει έναν «Ύμνο» που να εκφράζει τον αγώνα τους για μια πατρίδα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν γιορτάστηκε στο Όσλο, το 1994, η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, ακούστηκαν και τα δύο αυτά έργα ως αναγνώριση τις φιλειρηνικής του δράσης.

 

Με υποδοχή ήρωα

 

Το 1973, πρότεινε τη λύση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας και ελευθερίας. Αυτό προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στους κόλπους της Αριστεράς. Μετά την  πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός λαός επεφύλαξε υποδοχή ήρωα στον αγαπημένο του συνθέτη. Οι συναυλίες του γέμιζαν τα στάδια και τα τραγούδια του ακούστηκαν, επιτέλους, ελεύθερα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ενώ η αίγλη του παρέμενε ισχυρή και στο εξωτερικό. Τα έργα του: «Άξιον Εστί»  και «Κάντο Χενεράλ», ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στις Σκανδιναβικές Χώρες. Στη Σουηδία, είχε αναπτύξει προσωπική φιλία με τον Ούλοφ Πάλμε, ο οποίος δολοφονήθηκε. Στην κηδεία του, ακούστηκε το αγαπημένο του μουσικό κομμάτι, «Ο ύμνος στην ελευθερία» του Θεοδωράκη.

 

Αδιάκοπος αγώνας για την ειρήνη και την ελευθερία

 

Η ακτιβιστική δράση του συνθέτη και ο αγώνας του για την προάσπιση της ειρήνης, της δημοκρατίας και της ελευθερίας δε σταμάτησαν ποτέ. Είχε πρωτοστατήσει στην παγκόσμια κινητοποίηση για την αποφυλάκιση του Νέλσον Μαντέλα. Το 1976, ίδρυσε  το Κίνημα για τον Πολιτισμό και την Ειρήνη και, την επόμενη χρονιά, πραγματοποίησε στην Κρήτη συνέδριο για τον «Πολιτισμό και τον Σοσιαλισμό», με τη συμμετοχή γνωστών πολιτικών και προσωπικοτήτων. Το 1983, τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.  Μετά το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, ξεκίνησε περιοδεία στην Ευρώπη κατά της πυρηνικής ενέργειας.  Ηγήθηκε, επίσης, διαφόρων επιτροπών για την ελληνοτουρκική φιλία και έδωσε αρκετές συναυλίες στη γειτονική χώρα.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, υποστήριξε την ένωση των αριστερών δυνάμεων, αλλά  απογοητεύτηκε από την άρνησή τους για συνεργασία. Το 1989, υποστήριξε την κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – Συνασπισμού του Τζαννή Τζαννετάκη, ενώ την επόμενη χρονιά,  εκλέχτηκε ανεξάρτητος Βουλευτής, συνεργαζόμενος με  την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και έγινε Υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου παρά τω Πρωθυπουργώ.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έδωσε αρκετές συναυλίες για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το Κυπριακό ζήτημα, υπό την Αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Επισκέφθηκε, επίσης, την Αλβανία, για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Πρότεινε τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου για την Ειρήνη στους Δελφούς, υπέβαλλε στην Κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του πνεύματος» και οργάνωσε μια επιτροπή με διανοούμενους και καλλιτέχνες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Κούρδων στην Τουρκία.

 

Το 1992 παραιτήθηκε από το υπουργικό του αξίωμα και, έναν χρόνο μετά, παραιτήθηκε και από Βουλευτής. Ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας και των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ. Το 1998, έδωσε μια σειρά κονσέρτων για την επέτειο των 100 χρόνων από την Ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και, την επόμενη χρονιά, έδωσε μια συναυλία διαμαρτυρίας στο Βελιγράδι, καταγγέλλοντας τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία. Το 2000, οι Γερμανοί, στο Μόναχο, τον τίμησαν ως  άνθρωπο – σύμβολο για την Αντίσταση, τον Ανθρωπισμό και την Ισότητα, ενώ προτάθηκε επίσημα για το Νόμπελ Ειρήνης.

 

Το 2004, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τη λαμπρή Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά η μουσική του ήταν παρούσα, αφού η είσοδος της Ολυμπιακής Σημαίας από τους έλληνες αθλητές συνοδεύτηκε από ένα απόσπασμα του Ζορμπά. Την ίδια χρονιά, τιμήθηκε με το Βραβείο Olympiart  για την Προαγωγή του Αθλητισμού και της Ειρήνης. Οι δημόσιες παρεμβάσεις του σε κρίσιμα ζητήματα της ελληνικής πολιτικής ζωής συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

 

Διατηρώντας πάντα το θάρρος της γνώμης του

 

Η πληθωρική του προσωπικότητα συνέχισε να προκαλεί έκπληξη και αποδοχή, τόσο στους αντιπάλους όσο και στους φίλους του. Δέχτηκε πυρά από όλο το πολιτικό φάσμα για τις μουσικές του καινοτομίες, την πολιτική του δράση, αλλά και τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Ωστόσο, διατηρούσε πάντα το θάρρος της γνώμης του και έδινε προτεραιότητα στην ιδιότητα του πολίτη, δηλώνοντας: «Η εθνική ενότητα, όπως ασφαλώς γνωρίζετε, υπήρξε ανέκαθεν η μεγάλη ουτοπία της ζωής μου… Έθεσα την ιδιότητα του Πολίτη πάνω από εκείνη του Καλλιτέχνη, μιας και τα δραματικά γεγονότα δεν μου επέτρεπαν να είμαι ένας απλός παρατηρητής και, ως πολίτης, θεώρησα πρώτο μου καθήκον την ανάμιξή μου στα κοινά».

 

Επίσης, έλεγε με πικρία: «Οι αρχηγοί όλων των κομμάτων με καλούν στις γιορτές τους. Όσες φορές, όμως, έγινα βουλευτής, ποτέ δε με άκουσαν τα κόμματα. Τις εισηγήσεις για θέματα Πολιτισμού, Τεχνών, ακόμη και για μουσικά θέματα, κυρίως κλαδικά, τις έδιναν σε οποιονδήποτε άλλον, εκτός από εμένα, πάντα με διάφορα προσχήματα… Δεν ήθελαν τον πολιτικό Θεοδωράκη, ήθελαν τη μουσική του, τον ήθελαν κλεισμένο στο κλουβί να τραγουδά και να φέρνει κόσμο!».

 

Το μουσικό του έργο

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε  με όλα τα είδη μουσικής και το πλούσιο έργο του χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους: 1937 – 1960: έγραψε έργα συμφωνικά και μουσική δωματίου, σύμφωνα με τις  παραδοσιακές δυτικοευρωπαϊκές φόρμες, 1960 – 1980: επεδίωξε τη σύνδεση της νεοελληνικής ποίησης με τη σύγχρονη λαϊκή μουσική, καθιερώνοντας το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», και από το 1981, επέστρεψε στις συμφωνικές μορφές και ασχολήθηκε με την όπερα.

 

Η συνθετική του «Θεωρία των τετραχόρδων» βασιζόταν στο δωδεκαφθογγισμό και την αρχαία ελληνική μουσική. Οι πρώτες διακρίσεις  σε διεθνές επίπεδο συντέλεσαν  στην καθιέρωσή του ως νέου συνθέτη. Το 1957, παρέλαβε, από τον ίδιο τον Σοστακόβιτς, το Βραβείο για τον Διαγωνισμό Σύνθεσης Νέων στη Μόσχα, για το έργο του «Σουίτα Νο1 για πιάνο και ορχήστρα». Το 1959, με εισήγηση του Darius Milhaud, τιμήθηκε με το Copley Music Prize, ως «ο καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης της χρονιάς». Το μπαλέτο «Αντιγόνη» (1959), που ήταν παραγγελία του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου, συνέβαλε ουσιαστικά στην αναγνώρισή του στον χώρο της δυτικοευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής.

 

Η πραγματική στροφή στο έργο του συντελέστηκε το 1958, όταν συνέθεσε τα τραγούδια του κύκλου «Επιτάφιος», του Γιάννη Ρίτσου. Την Πρωτομαγιά του 1958, ημέρα συμβολική, άρχισε να ντύνει με τη μουσική του τον σπαρακτικό ποιητικό θρήνο της μάνας, που είχε χάσει τον γιο της στη μεγάλη απεργία των καπνεργατών. Ο «Επιτάφιος» κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές ερμηνείες, την ίδια περίπου εποχή (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1960). Τη μία «αιρετική» εκδοχή, με έντονο το λαϊκό στοιχείο, υπέγραψαν ο συνθέτης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι. Η άλλη, λυρική και έντεχνη, είχε τη σφραγίδα του Μάνου Χατζιδάκι, με ερμηνεύτρια τη Νανά Μούσχουρη. Αμέσως, εμφανίστηκαν οι υπέρμαχοι της κάθε ερμηνείας, οι «Θεοδωρακικοί» και οι «Χατζιδακικοί». Τα τραγούδια του «Επιταφίου» παρουσιάστηκαν για  πρώτη φορά στις 5 Οκτωβρίου 1960 σε συναυλία στην Ελευσίνα, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

 

Στη συνέχεια, η έμπνευση του συνθέτη επικεντρώθηκε στη λεγόμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική», σύμφωνα με τον όρο που καθιέρωσε ο ίδιος. Από το 1960 έως το 1980, μελοποίησε γνωστά έργα της νεοελληνικής ποίησης στους κύκλους των τραγουδιών του, συνέθεσε ορατόρια, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Οι στίχοι σημαντικών ελλήνων και ξένων ποιητών, όπως οι Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης, Γκάτσος, Ρώτας, Χριστοδούλου, Καμπανέλλης, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Πωλ Ελυάρ, Πάμπλο Νερούντα κ.ά., ταξίδεψαν στις λαϊκές γειτονιές, χάρη στη μουσική  του.

 

Δεύτερος σταθμός στην πορεία του ήταν το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, για το οποίο έλεγε: «Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του, το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του». Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, τον Μάιο του 1964 και, τον Οκτώβριο, ανέβηκε στο Θέατρο Κοτοπούλη – Rex, με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη.

Κάποιοι από τους κύκλους τραγουδιών του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα είναι οι: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Μικρές Κυκλάδες», «Τα λαϊκά», «Τα τραγούδια του αγώνα», «18 Λιανοτράγουδα», «Ρωμιοσύνη», «Επιφάνια», «Κύκλος Φαραντούρη», «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν».

 

Σημαντική συμβολή και στο θέατρο

 

Επίσης, σημαντική ήταν η συμβολή του στο θέατρο με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις. Η ενασχόλησή του ξεκίνησε με την τραγωδία του Ευριπίδη, «Φοίνισσες» (1960), που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Η επιτυχία, όμως, ήρθε με την παράσταση «Ένας όμηρος», του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά (1962). Τραγούδια, όπως τα «Ήταν 18 Νοέμβρη» και «Το γελαστό παιδί», κατέβηκαν από τη θεατρική σκηνή, για να συναντήσουν αργότερα τις παρέες του αντιδικτατορικού αγώνα.

 

Από τα εμβληματικά έργα του υπήρξε και το μουσικοθεατρικό δράμα «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», που ανέβηκε στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη (1962). Το έργο αντανακλούσε το όραμά του να ξεπεραστεί ο διχασμός του Εμφυλίου, αλλά η αποδοχή του δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού προκάλεσε την αντίδραση των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων. Το 1963, ο Θεοδωράκης συμμετείχε  με τον Χατζιδάκι στην επιθεώρηση «Μαγική πόλη», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν «Η γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1963), «Το εκκρεμές» του Άλντο Νικολάι (1965), «Μαντώ Μαυρογένους» του Γιώργου Ρούσσου (1974) κ. ά.. Από το 1980 και μετά, η σχέση του με το θέατρο περιορίστηκε, επειδή το ενδιαφέρον του στράφηκε στην όπερα.

 

Αξιοσημείωτη κινηματογραφική παρουσία

 

Αξιοπρόσεκτη ήταν η παρουσία του και στον κινηματογράφο. Από τις 35 ταινίες, στις οποίες συμμετείχε με πρωτότυπες συνθέσεις, οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι: «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1960), «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη (1960), «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασέν (1961), «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1961 – 62),  «Το νησί της Αφροδίτης» του Χαρίλαου Παπαδόπουλου (1964), «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ (1973) και «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα (1980). Προϋπάρχουσα μουσική του υπήρχε και στο «Ζ» του Κώστα Γαβρά (1969).

 

Επιστροφή στη συμφωνική μουσική

 

Από το 1981 και μετά, ο συνθέτης επέστρεψε στη συμφωνική μουσική με συνθέσεις, όπως τη «Συμφωνία αριθμ. 3». Η όπερα, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί ως τότε, άρχισε να κερδίζει έδαφος στις μουσικές του αναζητήσεις. Πρώτη απόπειρα ήταν η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης – Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου» (1986), αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι. Φιλοδοξούσε να συνδυάσει στο έργο του στοιχεία της όπερας και του αρχαίου δράματος. Η τριλογία του με τις όπερες «Μήδεια» (1990),  «Ηλέκτρα» (1994)  και «Αντιγόνη» (1996) ήταν αφιερωμένη στους μεγάλους ιταλούς συνθέτες Βέρντι, Πουτσίνι και Μπελίνι, ενώ το  2001, ολοκλήρωσε και τη «Λυσιστράτη». Το 1987, μετά από παραγγελία της Όπερας της Βερόνας, συνέθεσε το μπαλέτο «Ζορμπάς». Μετά από αίτημα του Χ. Α. Σάμαρανκ,  έγραψε το «Canto Olympico» (1992) για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.

Αρέσει σε %d bloggers: